κιστερκιανός

κιστερκιανός
-η, -ό
1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Κιστερκιανοί
ρωμαιοκαθολικό μοναστικό τάγμα που ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα στο Σιτώ τής Βουργουνδίας, κοντά στην Ντιζόν
2. αυτός που ανήκει στο τάγμα τών Κιστερκιανών ή σχετίζεται με αυτό και την εποχή του
3. το αρσ. ως ουσ. ο Κιστερκιανός
μοναχός, μέλος τού παραπάνω τάγματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιστερσιανός — ο, Ν βλ. κιστερκιανός …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Καιλεστίνος — (Celestine).Όνομα πέντε παπών και ενός αντίπαπα της Ρώμης. 1. Κ. A’ (; – 432). Πάπας της Ρώμης (422 432). Καταγόταν από τη Νάπολη και διαδέχθηκε τον Βονιφάτιο A’. Στα χρόνια της παπικής εξουσίας του προσαρτήθηκαν στη Δυτ. Καθολική Εκκλησία οι… …   Dictionary of Greek

  • Κιστερκιανοί — Μοναχικό τάγμα της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Η ονομασία προήλθε από τη Σιτό (λατ. Cistercium), περιοχή της ανατολικής Γαλλίας όπου ο αβάς της Μολέμ Ροβέρτος και μερικοί σύντροφοί του ίδρυσαν μία μονή, το 1098. Η κίνηση αυτή, στην οργάνωση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”