- κιστερκιανός
- -η, -ό1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Κιστερκιανοίρωμαιοκαθολικό μοναστικό τάγμα που ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα στο Σιτώ τής Βουργουνδίας, κοντά στην Ντιζόν2. αυτός που ανήκει στο τάγμα τών Κιστερκιανών ή σχετίζεται με αυτό και την εποχή του3. το αρσ. ως ουσ. ο Κιστερκιανόςμοναχός, μέλος τού παραπάνω τάγματος.
Dictionary of Greek. 2013.